κεραϊστή

κεραϊστή
κεραϊστής, ὁ (Α) [κεραΐζω]
1. ληστής, καταστροφέας
2. (κατά τον Ησύχ.) καταστρεπτικός κομήτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”